ἀπαρχῇ — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχή — beginning of a sacrifice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρχή — η (AM ἀπαρχή) αρχή, έναρξη αρχ. μσν. (ιδίως στον πληθ.) 1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής 2. συμπόσιο 3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος … Dictionary of Greek
απαρχή — η 1. αρχή, έναρξη: Η διάσπαση του ατόμου θεωρείται ως η απαρχή μιας καινούριας εποχής. 2. κυρίως στον πληθ., απαρχές οι πρώτοι διαλεχτοί καρποί που προσφέρονταν στην αρχαιότητα στους θεούς: Στη Δήμητρα και την Κόρη πρόσφερναν τις απαρχές των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπάρχη — ἀπάρχης official masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχῆι — ἀπαρχῇ , ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχαῖς — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχαί — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχῆς — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχήν — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)